|
Η κνίδωση είναι το χαρακτηριστικό αλλεργικό εξάνθημα που εμφανίζεται ξαφνικά, συνοδευόμενο από έντονο κνησμό και χαρακτηριστικές δερματικές βλάβες, γνωστές ως πομφοί. Οι πομφοί είναι περιοχές οίδημα στο δέρμα που εμφανίζονται ωχροί στο κέντρο και κόκκινοι στην περιφέρεια. Το μέγεθος και το σχήμα τους διαφέρει, ενώ μπορεί να εμφανιστούν είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες, ή ακόμα και σε μεγάλες περιοχές. Το βασικό τους χαρακτηριστικό είναι ότι υποχωρούν γρήγορα, συνήθως εντός λίγων λεπτών έως 24 ωρών, χωρίς να αφήνουν μόνιμα σημάδια στο δέρμα. Η κνίδωση μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος, ή να παραμείνει σε μια περιοχή για κάποιο διάστημα, όπως τα άκρα ή ο κορμός. Σχεδόν οι μισές περιπτώσεις συνοδεύονται από αγγειοοίδημα.
Οι πιο συνηθισμένοι παράγοντες που προκαλούν κνίδωση περιλαμβάνουν τρόφιμα όπως ξηροί καρποί, οστρακοειδή, ψάρια, αυγά, γάλα, σόγια, σιτάρι και τροφές πλούσιες σε ισταμίνη (π.χ. φράουλες, γαρίδες, αστακός, τυριά, σπανάκι). Επίσης, δηλητηριώδη τσιμπήματα από σφήκες και μέλισσες, συντηρητικά, λάστιχο (latex), φάρμακα όπως αντιβιοτικά, ασπιρίνη, μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και οπιοειδή, καθώς και αεροαλλεργιογόνα όπως ακάρεα, γάτες, σκύλοι και γύρη, μπορούν να προκαλέσουν κνίδωση. Επιπλέον, φυσικές καταστάσεις όπως ψύξη, ηλιακή ακτινοβολία, δόνηση, άσκηση, νερό και πίεση μπορούν επίσης να πυροδοτήσουν την αντίδραση. Η κνίδωση μπορεί να εμφανιστεί είτε μόνη της είτε ως μέρος μιας γενικευμένης αναφυλακτικής αντίδρασης, με άλλα συμπτώματα που επηρεάζουν διάφορα όργανα του σώματος. Παράλληλα, η χρόνια κνίδωση συνήθως δεν οφείλεται σε αλλεργικές αιτίες. Λοιμώξεις, ή ο συνδυασμός λοιμώξεων με φάρμακα, είναι συχνές αιτίες οξείας κνίδωσης, ιδιαίτερα στα παιδιά. Αντίθετα, η χρόνια κνίδωση είναι συνήθως αυτοάνοσης αιτιολογίας, και το άγχος φαίνεται να είναι ένας σημαντικός παράγοντας που την πυροδοτεί ή την επιδεινώνει. Η διάγνωση είναι απαραίτητη τόσο για την οξεία όσο και για τη χρόνια κνίδωση, προκειμένου να καθοριστεί η αιτία της αντίδρασης. Η θεραπεία περιλαμβάνει συνήθως αντιισταμινικά, ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις, όταν τα αντιισταμινικά δεν είναι επαρκή, χρησιμοποιούνται ειδικά μονοκλωνικά αντισώματα ή ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. |