2311284381 Αγίας Σοφίας 26, Θεσσαλονίκη opallergy@gmail.com
 
 
Ατοπική Δερματίτιδα
 
 

 

 

 
 

 

Η ατοπική δερματίτιδα, γνωστή και ως ατοπικό έκζεμα, είναι μια χρόνια, υποτροπιάζουσα φλεγμονώδης δερματοπάθεια. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα συχνή κατάσταση, που εμφανίζεται περίπου στο 20% των παιδιών και στο 2-8% των ενηλίκων. Συνήθως εκδηλώνεται κατά τη βρεφική ή πρώτη παιδική ηλικία, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις υποχωρεί πριν από την εφηβεία. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό ενηλίκων μπορεί να εμφανίσει την πάθηση για πρώτη φορά κατά την ενήλικη ζωή.

Η αιτία της ατοπικής δερματίτιδας είναι σύνθετη, καθώς συνδέεται με την αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Αυτή η αλληλεπίδραση οδηγεί στην εκδήλωση διαφόρων κλινικών μορφών της νόσου. Αν και ο μηχανισμός που προκαλεί τη δερματίτιδα δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως, φαίνεται να εμπλέκεται η δυσλειτουργία του επιδερμιδικού φραγμού, ο παθολογικός μεταβολισμός των λιπιδίων της επιδερμίδας και η αυξημένη ευαισθησία του ανοσολογικού συστήματος προς αλλεργικές αντιδράσεις. Αυτό οδηγεί σε υπερπαραγωγή της ανοσοσφαιρίνης Ε (IgE) για διάφορα αλλεργιογόνα, χωρίς να σημαίνει ότι εκδηλώνονται απαραίτητα αλλεργικές παθήσεις.

Η πορεία της ατοπικής δερματίτιδας είναι χρόνια, χαρακτηριζόμενη από περιόδους ύφεσης και εξάρσεων διαφορετικής σοβαρότητας. Στη φάση της ύφεσης, το δέρμα είναι ξηρό και τραχύ, με ήπιο κνησμό, ενώ κατά την έξαρση εμφανίζονται έντονος κνησμός, ερυθρότητα, μικρές φυσαλίδες και πιθανώς υγρό. Ελλείψει θεραπείας, η φλεγμονή μπορεί να επιδεινωθεί, προκαλώντας διάβρωση του δέρματος. Στα βρέφη, οι βλάβες συνήθως εντοπίζονται στο πρόσωπο, ενώ στα παιδιά στις πτυχές του δέρματος, όπως στα γόνατα, στους αγκώνες, στους καρπούς και στον τράχηλο.

Οι υποτροπές της νόσου συχνά οφείλονται σε ερεθιστικούς παράγοντες, όπως το κρύο, ο ιδρώτας, η σκόνη, η τριβή και το στρες. Ο κνησμός που προκαλείται οδηγεί σε ξύσιμο, με αποτέλεσμα την καταστροφή της εξωτερικής στιβάδας του δέρματος, γεγονός που επιτρέπει τη διείσδυση ερεθιστικών ουσιών και αλλεργιογόνων. Αυτό ενισχύει τη φλεγμονή και προκαλεί έναν φαύλο κύκλο κνησμού και ξυσίματος, που επιδεινώνεται ιδιαίτερα τη νύχτα.

 

Η ατοπική δερματίτιδα συχνά αποτελεί την πρώτη εκδήλωση αλλεργικών παθήσεων, με άλλες, όπως η τροφική αλλεργία, η ρινίτιδα και το άσθμα, να εμφανίζονται αργότερα. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι όλα τα παιδιά με ατοπική δερματίτιδα θα αναπτύξουν και άλλες αλλεργίες. Ο αλλεργιολόγος αξιολογεί την πιθανή αλλεργική ευαισθητοποίηση και τη σχέση της με την πορεία της νόσου. Παρόλο που αρκετά παιδιά παρουσιάζουν θετικές δερματικές δοκιμασίες ή RAST test, η ύπαρξη θετικών τεστ δεν σημαίνει απαραίτητα και αλλεργική πάθηση. Είναι σημαντικό να αποφεύγονται περιττοί διατροφικοί περιορισμοί χωρίς σαφή ένδειξη.

Το πιο κρίσιμο είναι η σωστή ενημέρωση και εκπαίδευση των ασθενών ή των γονέων σχετικά με τη φύση της πάθησης. Η ενυδάτωση αποτελεί βασικό στοιχείο της θεραπείας, ενώ η σωστή χρήση τοπικών ή συστηματικών φαρμάκων βοηθά στην αποτελεσματική διαχείριση της νόσου. Η συνεργασία και η εμπιστοσύνη ανάμεσα στον γιατρό και τον ασθενή συμβάλλουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, μειώνοντας τις εξάρσεις και αντιμετωπίζοντας εγκαίρως τυχόν συνοδές αλλεργικές παθήσεις.

 

Θεραπεία

Η θεραπεία της ατοπικής δερματίτιδας στοχεύει στη διαχείριση των συμπτωμάτων, στην πρόληψη των εξάρσεων και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών. Βασίζεται σε συνδυασμό στρατηγικών που περιλαμβάνουν τη φροντίδα του δέρματος, τη φαρμακευτική αγωγή και την αποφυγή επιβαρυντικών παραγόντων.

Η ενυδάτωση του δέρματος είναι η βάση της θεραπείας και αποτελεί το πιο σημαντικό βήμα για τη διατήρηση της λειτουργίας του δερματικού φραγμού. Συνιστάται η τακτική χρήση ειδικών μαλακτικών προϊόντων (emollients) για την πρόληψη της ξηρότητας. Η εφαρμογή τους γίνεται αμέσως μετά το μπάνιο για να «κλειδώσει» την υγρασία στο δέρμα.

Σε περιόδους έξαρσης, χρησιμοποιούνται τοπικά αντιφλεγμονώδη φάρμακα, όπως κορτικοστεροειδή ή αναστολείς καλσινευρίνης (π.χ. τακρόλιμους και πιμεκρόλιμους), για την καταστολή της φλεγμονής και του κνησμού. Τα τοπικά κορτικοστεροειδή επιλέγονται με βάση τη σοβαρότητα της νόσου και την περιοχή εφαρμογής, ενώ η χρήση τους πρέπει να γίνεται υπό ιατρική παρακολούθηση για την αποφυγή παρενεργειών.